- ευάκουστος
- εὐάκουστος, -ον (Α)(για θεούς) επιγρ. αυτός που ακούει, εισακούει πρόθυμα, ο ευήκοος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ακουστός (< ακούω), πρβλ. αν-άκουστος, ανυπ-άκουστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐάκουστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐάκουστα — εὐάκουστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)